μῖξιν

μῖξιν
μῖξις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μίξιν — μίξις mixing fem acc sg μῖξις fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCAURUS Mamercus — Mamercus SCAURUS insignis nobilitate et orandis causis, vitâ probrosus, inquit Tacit, Annal. l. 6. c. 29. De probrosa eius vita lege Senecam l. 4. ac Benefic. c. 31. aut potius non lege impuritatem hominis et ἄῤῥητον μίξιν. Notat eum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») …   Dictionary of Greek

  • μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”